Η πίτα είναι ένα έδεσμα γνωστό από την αρχαιότητα. Οι Καρχηδόνιοι ήξεραν να συνδυάζουν διάφορα υλικά με τη ζύμη σε μορφή πίτας όπως απεικονίζεται στα πήλινα αγγεία τους. Οι Ρωμαίοι είχαν επίσης πίτες με αλεύρι από ρύζι ή σιμιγδάλι ζυμωμένο με αυγά, τυρί και μέλι. Αργότερα άρχισαν να χρησιμοποιούν κρέας και εντόσθια ζώων. Οι αρχαίοι Έλληνες είχαν πίτες κι αυτό αποδεικνύεται από ένα πήλινο ειδώλιο του 5ου π.χ. αιώνα που βρέθηκε στην Τανάγρα Βοιωτίας και δείχνει μια γυναίκα που κρατάει στα χέρια της, ένα ταψί με πιτάκια.
Το χαρακτηριστικότερο είδος πίτας ήταν με γέμιση από τυρί, μέλι και λάδι. Επίσης υπήρχε ο μυτλωτός με τυρί, σκόρδο και μέλι. Για τα πρωινά υπήρχε ένα άλλο είδος πίτας από αλεύρι και κρασί.
Οι πίτες υπάρχουν σε πολλούς λαούς και εξαρτώνται κάθε φορά από τα προϊόντα που παράγει η περιοχή και από τις καθημερινές συνήθειες των κατοίκων. Στην Ελλάδα η πίτα παραμένει ένα φθηνό, πλήρες και χορταστικό γεύμα που μεταφέρεται εύκολα. Πιο διαδεδομένη ήταν η πίτα στην Θεσσαλία, στην Στερεά Ελλάδα και περισσότερο στην Ήπειρο όπου υπήρχαν νομάδες κτηνοτρόφοι [Βλάχοι και Σαρακατσαναίοι]. Με τα προϊόντα που παρήγαγαν από τα κοπάδια, τις ανταλλαγές [αλεύρι] που έκαναν με τους γεωργούς, τη φαντασία της νοικοκυράς αλλά και με ό,τι έδινε η φύση είχαν σαν αποτέλεσμα μια μεγάλη ποικιλία σε πίτες.
Στη σημερινή εποχή έχουν εξελιχθεί και διαφοροποιηθεί πάρα πολύ. Οι τάρτες, τα βολ ω βαν, τα κρουασάν, τα προϊόντα με σφολιάτα, τα σκαλτσούνια είναι και αυτά μια μορφή πίτας. Η πιο διαδεδομένη πίτα είναι με χωριάτικο φύλλο το οποίο φτιάχνεται από αλεύρι, λάδι και νερό. Σε μια πίτα μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε δυο ή και περισσότερα φύλλα με αλμυρή ή και γλυκιά γέμιση. Στα χωριά μας ακόμα φτιάχνουν μπακλαβά με χωριάτικο φύλλο.
Το φύλλο κρούστας είναι ζύμη με αλεύρι και νερό μόνο, ανοιγμένο σε πολύ λεπτά φύλλα. Δεν φουσκώνει αλλά γίνεται πολύ τραγανό και ροδοκόκκινο. Η προέλευση του πιστεύεται ότι είναι από την Αραβία. Υπάρχει το χοντρό φύλλο κρούστας για πίτες αλλά και το πολύ λεπτό ειδικά για γλυκά όπως το γαλακτομπούρεκο.
Η σφολιάτα είναι ένα είδος φύλλου που χρησιμοποιείται τόσο στη μαγειρική όσο και στη ζαχαροπλαστική. Ο τρόπος παρασκευής της είναι τα συνεχή διπλώματα ενός απλού φύλλου ζύμης μαζί με μια ποσότητα βουτύρου ή μαργαρίνης. Κατά το ψήσιμο, εξαιτίας της θερμότητας, το νερό που υπάρχει μέσα στη ζύμη εξατμίζεται και φυλακίζεται ανάμεσα στα αδιαβροχοποιημένα στρώματα ζύμης από το βούτυρο. Έτσι τα φύλλα διογκώνονται, διαχωρίζονται και αφού ψηθούν, γίνονται τραγανά, παίρνουν όμορφο χρυσοκίτρινο χρώμα, άρωμα και γεύση από το βούτυρο.
Είναι γνωστό ότι μια παρόμοια ζύμη παρασκευαζόταν με ελαιόλαδο από την εποχή της αρχαίας Αίγυπτου και μετέπειτα στην αρχαία Ελλάδα και την Ρώμη. Στην Ευρώπη θεωρείται ότι την καθιέρωσε στα 1650 ο francois pierre de la varennein μάγειρας του βασιλιά Ερρίκου του 4ου της Γαλλίας ενώ τη βελτίωσε η marie antoine careme στα τέλη του 18ου αιώνα.
Η καταγωγή του κρουασάν δεν αποδεικνύεται αλλά έχουμε δυο εκδοχές. Η μια θέλει το κρουασάν να δημιουργήθηκε στη Βουδαπέστη το 1686 όταν οι τούρκοι πολιορκούσαν τη πόλη. Ενώ έσκαβαν υπόγεια περάσματα, οι αρτοποιοί που εργάζονταν νύχτα άκουσαν το θόρυβο, έδωσαν σήμα κινδύνου και έτσι σώθηκε η πόλη. Τότε οι αρτοποιοί απέκτησαν το προνόμιο να κάνουν ειδική ζύμη με τη μορφή της ημισελήνου από την οθωμανική σημαία.
Η άλλη εκδοχή δε διαφέρει πολύ πάρα μονάχα στην τοποθεσία. Εδώ πρόκειται για τη Βιέννη το 1683, όπου ο φούρναρης που έσωσε την πόλη, ζήτησε σαν επιβράβευση, το αποκλειστικό δικαίωμα να φτιάχνει αρτοσκευάσματα στη μορφή της ημισελήνου. Όπως και να έχει, το κρουασάν πιθανότατα μετανάστευσε στη Γαλλία, όπου και καθιερώθηκε σαν εθνικό σύμβολο αυτής της χώρας.